ΤΑ 100 ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΕΙΔΗ ΨΑΡΙΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ
Η αθερίνα είναι ένα μικρό παράκτιο είδος, αρκετά κοινό στα νερά μας. Την συναντάμε κοντά στην ακτή, κυρίως σε αβαθείς κόλπους και λιμάνια, σε βάθος μέχρι και 10 μέτρα. Μεγάλα κοπάδια από νεαρά άτομα του τακλύζουν τις ακτές μας κατά τους θερινούς μήνες, ενώ πιο άλα άτομα κάνουν έντονη την παρουσία τους κατά τους μήνες τέμβριο και Οκτώβριο.Η αθερίνα έχει συνήθως μήκος γύρω στα 10 κατοστά, ενώ μπορεί να φθάσει και τα 18 εκατοστά.Τρέφεται με ωοπλαγκτόν, καθώς και με μικρά βενθικά ασπόνδυλα.Η αθερίνα ναπαράγεται στα νερά μας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.Αλιεύεται με καλάμι και ειδικές απόχες από την ακτή (αθερινολόγους) και το κρέας της είναι πολύ νόστιμο.Εκτός από την αθερίνα A. lacunosus, που είναι λεσσεψιανό είδος, (εισήλθε στη Μεσόγειο από την Ερυθρά Θάλασ-σα μέσω της διώρυγας του Σουέζ), υπάρχουν στα νερά μας και δύο ενδημικά είδη αθερίνας, η Atherina hepsetus και η Atherina boyeri. Τα είδη αυτά μοιάζουν μορφολογικά με την αθερίνα A. lacunosus, αλλά είναι λιγότερο κοινά.
.
Η βελονίδα είναι ένα παράκτιο, επιπελαγικό είδος, αρκετά κοινό στην Κύπρο. Την συναντάμε από την ακτή μέχρι
και την ανοιχτή θάλασσα, σε βάθος μέχρι και 10 μέτρα. Κατά τους ζεστούς μήνες του έτους, το είδος αυτό σχη-
ματίζει κοπάδια, που κατακλύζουν τις ακτές μας.
Η βελονίδα μπορεί να φτάσει τα 90 εκατοστά σε μήκος και να υπερβεί το 1 κιλό σε βάρος, αλλά συνήθως το
μήκος της δεν ξεπερνά τα 50 εκατοστά.
Η βελονίδα είναι ένας ικανότατος κυνηγός και συλλαμβάνει τη λεία της με ξαφνικές πλάγιες κινήσεις του ραμφο-
ειδούς στόματός της. Τρέφεται, κυρίως, με μικρά ψάρια.
Η αναπαραγωγή της στα νερά της Κύπρου λαμβάνει χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η βελονίδα αλιεύεται, κυρίως, από τους ερασιτέχνες αλιείς της χώρας μας με καλάμι από την ακτή ή με συρτή,
με τη χρήση ματασίνων. Οι ματασίνες ή κλωστές είναι δέσμες νήματος, συνήθως μεταξένιου, που έχουν την
ικανότητα να πλέκονται στα μικρά και σουβλερά δόντια της βελονίδας. Η βελονίδα, εκλαμβάνοντας τη ματα-
σίνα σαν ένα μικρό ψάρι που κολυμπά, της επιτίθεται και έτσι συλλαμβάνεται στην πετονιά του ψαρά. Αρκετοί
ερασιτέχνες ψαράδες χρησιμοποιούν τη βελονίδα ως ζωντανό δόλωμα στη συρτή, για τη σύλληψη μεγαλύτε-
ρων κυνηγών, όπως το μινέρι, η συναγρίδα, η λίτσα και άλλα. Το κρέας της βελονίδας είναι πολύ νόστιμο και η
εμπορική της αξία αρκετά μεγάλη.
και την ανοιχτή θάλασσα, σε βάθος μέχρι και 10 μέτρα. Κατά τους ζεστούς μήνες του έτους, το είδος αυτό σχη-
ματίζει κοπάδια, που κατακλύζουν τις ακτές μας.
Η βελονίδα μπορεί να φτάσει τα 90 εκατοστά σε μήκος και να υπερβεί το 1 κιλό σε βάρος, αλλά συνήθως το
μήκος της δεν ξεπερνά τα 50 εκατοστά.
Η βελονίδα είναι ένας ικανότατος κυνηγός και συλλαμβάνει τη λεία της με ξαφνικές πλάγιες κινήσεις του ραμφο-
ειδούς στόματός της. Τρέφεται, κυρίως, με μικρά ψάρια.
Η αναπαραγωγή της στα νερά της Κύπρου λαμβάνει χώρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η βελονίδα αλιεύεται, κυρίως, από τους ερασιτέχνες αλιείς της χώρας μας με καλάμι από την ακτή ή με συρτή,
με τη χρήση ματασίνων. Οι ματασίνες ή κλωστές είναι δέσμες νήματος, συνήθως μεταξένιου, που έχουν την
ικανότητα να πλέκονται στα μικρά και σουβλερά δόντια της βελονίδας. Η βελονίδα, εκλαμβάνοντας τη ματα-
σίνα σαν ένα μικρό ψάρι που κολυμπά, της επιτίθεται και έτσι συλλαμβάνεται στην πετονιά του ψαρά. Αρκετοί
ερασιτέχνες ψαράδες χρησιμοποιούν τη βελονίδα ως ζωντανό δόλωμα στη συρτή, για τη σύλληψη μεγαλύτε-
ρων κυνηγών, όπως το μινέρι, η συναγρίδα, η λίτσα και άλλα. Το κρέας της βελονίδας είναι πολύ νόστιμο και η
εμπορική της αξία αρκετά μεγάλη.
Η βιόλα, όπως είναι γνωστό το είδος αυτό στο ευρύ κοινό της Κύπρου, είναι ανάμεσα στα είδη που απαντούν σχε-
τικά συχνά στην Κύπρο. Ο όρος «βιόλα» δεν αποδίδεται μόνο στο εν λόγω είδος, αλλά και στο είδος Rhinobatos
rhinobatos, που, επίσης, απαντά στα παράλια του νησιού. Στις πλείστες περιπτώσεις, ακόμα και οι ίδιοι οι ψα-
ράδες, είτε λόγω αδιαφορίας είτε λόγω της ομοιότητας του χρωματισμού, της βιολογίας και της μορφολογίας
μεταξύ των δύο ειδών, δεν τα διαχωρίζουν.
Η βιόλα συγκαταλέγεται στα σελαχοειδή, αλλά έχει ρομβοειδές σχήμα σώματος, πιο στενόμακρο από εκείνο
των περισσότερων σελαχιών. Είναι αποκλειστικά βυθόβιο είδος και απαντά σε αμμώδεις και λασπώδεις βιότο-
πους, σε βάθος μέχρι 100 μέτρα. Συνήθως κινείται αργά κοντά στο βυθό ή βρίσκεται κρυμμένη στην άμμο. Το
μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 40 και 80 εκατοστών, αν και δύναται να υπερβεί και το ενάμισι μέτρο.
Τρέφεται με τη βοήθεια των πτερυγίων της (μετακινώντας τα σε κάθετο άξονα), ψάχνοντας στην άμμο για την
τροφή της, που αποτελείται από μικρά βυθόβια ψάρια και ασπόνδυλα.
Η βιόλα αναπαράγεται μία ή δύο φορές το χρόνο με ωοζωοτοκία και γεννά 4 έως 8 νεογνά κάθε φορά.
Αλιεύεται με παραγάδια ή στατικά δίχτυα και κάποτε με τράτα βυθού. Έχει μηδαμινή εμπορική αξία και στις
πλείστες περιπτώσεις απορρίπτεται.
τικά συχνά στην Κύπρο. Ο όρος «βιόλα» δεν αποδίδεται μόνο στο εν λόγω είδος, αλλά και στο είδος Rhinobatos
rhinobatos, που, επίσης, απαντά στα παράλια του νησιού. Στις πλείστες περιπτώσεις, ακόμα και οι ίδιοι οι ψα-
ράδες, είτε λόγω αδιαφορίας είτε λόγω της ομοιότητας του χρωματισμού, της βιολογίας και της μορφολογίας
μεταξύ των δύο ειδών, δεν τα διαχωρίζουν.
Η βιόλα συγκαταλέγεται στα σελαχοειδή, αλλά έχει ρομβοειδές σχήμα σώματος, πιο στενόμακρο από εκείνο
των περισσότερων σελαχιών. Είναι αποκλειστικά βυθόβιο είδος και απαντά σε αμμώδεις και λασπώδεις βιότο-
πους, σε βάθος μέχρι 100 μέτρα. Συνήθως κινείται αργά κοντά στο βυθό ή βρίσκεται κρυμμένη στην άμμο. Το
μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 40 και 80 εκατοστών, αν και δύναται να υπερβεί και το ενάμισι μέτρο.
Τρέφεται με τη βοήθεια των πτερυγίων της (μετακινώντας τα σε κάθετο άξονα), ψάχνοντας στην άμμο για την
τροφή της, που αποτελείται από μικρά βυθόβια ψάρια και ασπόνδυλα.
Η βιόλα αναπαράγεται μία ή δύο φορές το χρόνο με ωοζωοτοκία και γεννά 4 έως 8 νεογνά κάθε φορά.
Αλιεύεται με παραγάδια ή στατικά δίχτυα και κάποτε με τράτα βυθού. Έχει μηδαμινή εμπορική αξία και στις
πλείστες περιπτώσεις απορρίπτεται.
Ο γάρος ή πυλός ή μαλαχτός ή σαλούβαρδος είναι βυθόβιο είδος, που ζει σε
βάθος από 15 μέχρι 600 μέτρα, σε πετρώδη υποστρώματα, που γειτνιάζουν με
εκτάσεις άμμου ή λάσπης. Είναι νυχτόβιο είδος και συνηθίζει να κρύβεται σε
κοιλότητες βράχων κατά τη διάρκεια της μέρας.
Ο γάρος μπορεί να ξεπεράσει τα 60 εκατοστά σε μήκος και τα 3 κιλά σε βάρος, αν
και το συνηθισμένο του μήκος δεν υπερβαίνει τα 40 εκατοστά και το βάρος του
το 1 κιλό.
Τρέφεται ως επί το πλείστον με μικρά ψάρια και ασπόνδυλα.
Η αναπαραγωγή του λαμβάνει χώρα κατά τους μήνες Ιανουάριο μέχρι Μάιο.
Ο γάρος ψαρεύεται με στατικά δίχτυα, τράτα βυθού, παραγάδια και καθετές.
Δεν θεωρείται πολύ καλής ποιότητας ψάρι και γι’ αυτό το λόγο η τιμή του στην
αγορά είναι χαμηλή
βάθος από 15 μέχρι 600 μέτρα, σε πετρώδη υποστρώματα, που γειτνιάζουν με
εκτάσεις άμμου ή λάσπης. Είναι νυχτόβιο είδος και συνηθίζει να κρύβεται σε
κοιλότητες βράχων κατά τη διάρκεια της μέρας.
Ο γάρος μπορεί να ξεπεράσει τα 60 εκατοστά σε μήκος και τα 3 κιλά σε βάρος, αν
και το συνηθισμένο του μήκος δεν υπερβαίνει τα 40 εκατοστά και το βάρος του
το 1 κιλό.
Τρέφεται ως επί το πλείστον με μικρά ψάρια και ασπόνδυλα.
Η αναπαραγωγή του λαμβάνει χώρα κατά τους μήνες Ιανουάριο μέχρι Μάιο.
Ο γάρος ψαρεύεται με στατικά δίχτυα, τράτα βυθού, παραγάδια και καθετές.
Δεν θεωρείται πολύ καλής ποιότητας ψάρι και γι’ αυτό το λόγο η τιμή του στην
αγορά είναι χαμηλή
Ο κέφαλος ή πόκλανος είναι βενθοπελαγικό είδος, που συνήθως
κινείται σε ομάδες πάνω από αμμώδη, λασπώ-
δη ή μικτά υποστρώματα, κυρίως σε βάθος μέχρι 20 μέτρα, αν και
κάποιες φορές το βρίσκουμε και σε πιο βαθιά
νερά. Είναι ένα από τα πιο κοινά ψάρια της ακτογραμμής της χώρας
μας, αφού κινείται σε μεγάλους αριθμούς
στα αβαθή νερά, ενώ φαίνεται να έχει προτίμηση σε κλειστούς
κόλπους και λιμάνια με θολά και πολλές φορές
ακάθαρτα νερά. Ο κέφαλος είναι ευρύαλο είδος, αφού μπορεί να
ζήσει και να αναπαραχθεί και στα γλυκά νερά.
Μπορεί να ξεπεράσει το 1 μέτρο σε μήκος και τα 7 κιλά σε βάρος, αλλά συνήθως τα ψάρια του είδους αυτού, που
ψαρεύονται στα νερά μας, δεν ξεπερνούν τα 2 κιλά σε βάρος.
Ο κέφαλος είναι πιο ενεργός κατά τη διάρκεια της μέρας, αν και
αυτό δεν είναι κανόνας. Τρέφεται, κυρίως, με
άλγη και μικροοργανισμούς από το υπόστρωμα, αλλά και με οργανικά
σωματίδια στη στήλη του νερού.
Η αναπαραγωγή του κέφαλου λαμβάνει χώρα κατά τους μήνες Ιούλιο
μέχρι Οκτώβριο.
Ψαρεύεται με στατικά δίχτυα, ψαροντούφεκο, καλάμι και ειδικές
παγίδες. Στην Κύπρο υπάρχουν πολλοί ερασιτέ-
χνες που ασχολούνται με πάθος με το ψάρεμα του κέφαλου με καλάμι
από την ακτή. Τα μικρά άτομα του είδους
χρησιμοποιούνται από πολλούς και ως ζωντανό δόλωμα για το ψάρεμα
μεγάλων αρπακτικών. Το κρέας του είναι
αρκετά νόστιμο, ειδικά όταν το ψάρι αλιευτεί σε καθαρά νερά και
έχει αρκετά ψηλή τιμή στην αγορά.
Εκτός από τον κέφαλο M. cephalus, υπάρχουν στα νερά μας και
άλλα είδη με την κοινή ονομασία κέφαλος.
Τα πιο κοινά από αυτά είναι τα είδη Liza aurata και
Chelon labrosus. Ο κέφαλος L. aurata φθάνει
τα 50 εκατοστά
σε μήκος και τα 2 κιλά σε βάρος και φέρει μια χαρακτηριστική
κίτρινη κηλίδα στο κάθε βραγχιακό επικάλυμμα.
Ο κέφαλος C. labrosus φθάνει σε μήκος τα 60 εκατοστά
και σε βάρος τα 3 κιλά και έχει χαρακτηριστικά χοντρό
άνω χείλος με κερατοειδείς θηλές.
κινείται σε ομάδες πάνω από αμμώδη, λασπώ-
δη ή μικτά υποστρώματα, κυρίως σε βάθος μέχρι 20 μέτρα, αν και
κάποιες φορές το βρίσκουμε και σε πιο βαθιά
νερά. Είναι ένα από τα πιο κοινά ψάρια της ακτογραμμής της χώρας
μας, αφού κινείται σε μεγάλους αριθμούς
στα αβαθή νερά, ενώ φαίνεται να έχει προτίμηση σε κλειστούς
κόλπους και λιμάνια με θολά και πολλές φορές
ακάθαρτα νερά. Ο κέφαλος είναι ευρύαλο είδος, αφού μπορεί να
ζήσει και να αναπαραχθεί και στα γλυκά νερά.
Μπορεί να ξεπεράσει το 1 μέτρο σε μήκος και τα 7 κιλά σε βάρος, αλλά συνήθως τα ψάρια του είδους αυτού, που
ψαρεύονται στα νερά μας, δεν ξεπερνούν τα 2 κιλά σε βάρος.
Ο κέφαλος είναι πιο ενεργός κατά τη διάρκεια της μέρας, αν και
αυτό δεν είναι κανόνας. Τρέφεται, κυρίως, με
άλγη και μικροοργανισμούς από το υπόστρωμα, αλλά και με οργανικά
σωματίδια στη στήλη του νερού.
Η αναπαραγωγή του κέφαλου λαμβάνει χώρα κατά τους μήνες Ιούλιο
μέχρι Οκτώβριο.
Ψαρεύεται με στατικά δίχτυα, ψαροντούφεκο, καλάμι και ειδικές
παγίδες. Στην Κύπρο υπάρχουν πολλοί ερασιτέ-
χνες που ασχολούνται με πάθος με το ψάρεμα του κέφαλου με καλάμι
από την ακτή. Τα μικρά άτομα του είδους
χρησιμοποιούνται από πολλούς και ως ζωντανό δόλωμα για το ψάρεμα
μεγάλων αρπακτικών. Το κρέας του είναι
αρκετά νόστιμο, ειδικά όταν το ψάρι αλιευτεί σε καθαρά νερά και
έχει αρκετά ψηλή τιμή στην αγορά.
Εκτός από τον κέφαλο M. cephalus, υπάρχουν στα νερά μας και
άλλα είδη με την κοινή ονομασία κέφαλος.
Τα πιο κοινά από αυτά είναι τα είδη Liza aurata και
Chelon labrosus. Ο κέφαλος L. aurata φθάνει
τα 50 εκατοστά
σε μήκος και τα 2 κιλά σε βάρος και φέρει μια χαρακτηριστική
κίτρινη κηλίδα στο κάθε βραγχιακό επικάλυμμα.
Ο κέφαλος C. labrosus φθάνει σε μήκος τα 60 εκατοστά
και σε βάρος τα 3 κιλά και έχει χαρακτηριστικά χοντρό
άνω χείλος με κερατοειδείς θηλές.
Ο κοκκαλάρης ή ακανθίας είναι, ίσως, το πιο επιτυχημένο είδος
καρχαρία ανά το παγκόσμιο, αφού απαντά στις
πλείστες θάλασσες σε σχετικά μεγάλους αριθμούς. Ο κοκκαλάρης
είναι βενθοπελαγικό μικρό σκυλόψαρο, που
το συναντούμε αρκετά συχνά στα νερά γύρω από το νησί μας.
Συνήθως, βρίσκεται σε βάθος από 5 μέχρι και 150
μέτρα, αν και υπάρχουν καταγραφές του είδους σε βάθος που
ξεπερνά τα 1000 μέτρα. Επιπλέον, ο κοκκαλάρης
μπορεί να επιβιώσει και σε υφάλμυρα νερά. Το μήκος του ψαριού
αυτού, συνήθως, κυμαίνεται από 50 μέχρι 110
εκατοστά και το βάρος του από 1 μέχρι 3 κιλά, αν και μπορεί να
φτάσει και τα 9 κιλά και το μήκος του να ξεπε-
ράσει τα 150 εκατοστά.
Είναι κοινωνικό είδος και σχηματίζει αγέλες, σύμφωνα με το φύλο
και το μέγεθός του, αν και εποχιακά παρατη-
ρούνται μεγαλύτερες αγέλες, που αποτελούνται από αρσενικά και
θηλυκά άτομα διαφόρων μεγεθών.
Η δίαιτά του, όπως στους πλείστους καρχαρίες, είναι ποικίλη,
αλλά λόγω του μικρού του μεγέθους περιορίζεται,
κυρίως, σε μικρά οστέινα ψάρια, οστρακόδερμα, γαστρόποδα,
κεφαλόποδα και μέδουσες. Αν και είναι είδος
καρχαρία, δεν αποτελεί απειλή για τον άνθρωπο, αλλά λόγω των
αγκαθιών και της ευλυγισίας του μπορεί να
καταστεί επικίνδυνος, αν πιαστεί ζωντανός σε δίχτυα ή
αγκίστρια.
Η αναπαραγωγή του κοκκαλάρη λαμβάνει χώρα κατά το χειμώνα. Κατά
τη διάρκεια της κύησης, που διαρκεί
22 μήνες περίπου, το θηλυκό φέρει τα αυγά εντός του σώματός του.
Κάθε θηλυκό μπορεί να γεννήσει 1 έως 20
νεογνά (ωοζωοτοκία). Τα νεογέννητα είναι αυτοσυντηρούμενα και
πλήρως ανεξάρτητα από την πρώτη στιγμή
της ζωής τους και το μέγεθός τους κυμαίνεται από 18 μέχρι 30
εκατοστά. Κατά τη σεξουαλική ωριμότητα, τα
αρσενικά έχουν μήκος 60 έως 70 εκατοστά, ενώ τα θηλυκά 75 έως 90
εκατοστά.
Ο κοκκαλάρης αλιεύεται με τράτα βυθού, στατικά δίχτυα, παραγάδια
και καθετή.
Δεν θεωρείται απόρριψη, αλλά και των δύο αγκαθιών που φέρει
είναι εύγευστος και πολύ ωφέλιμος. είναι σχετικά μικρή.
λλά συχνά απορρίπτεται λόγω του μεγέθους
ά ρει στην πλάτη του. Παρόλα αυτά,
λιμος. Η εμπορική του αξία
καρχαρία ανά το παγκόσμιο, αφού απαντά στις
πλείστες θάλασσες σε σχετικά μεγάλους αριθμούς. Ο κοκκαλάρης
είναι βενθοπελαγικό μικρό σκυλόψαρο, που
το συναντούμε αρκετά συχνά στα νερά γύρω από το νησί μας.
Συνήθως, βρίσκεται σε βάθος από 5 μέχρι και 150
μέτρα, αν και υπάρχουν καταγραφές του είδους σε βάθος που
ξεπερνά τα 1000 μέτρα. Επιπλέον, ο κοκκαλάρης
μπορεί να επιβιώσει και σε υφάλμυρα νερά. Το μήκος του ψαριού
αυτού, συνήθως, κυμαίνεται από 50 μέχρι 110
εκατοστά και το βάρος του από 1 μέχρι 3 κιλά, αν και μπορεί να
φτάσει και τα 9 κιλά και το μήκος του να ξεπε-
ράσει τα 150 εκατοστά.
Είναι κοινωνικό είδος και σχηματίζει αγέλες, σύμφωνα με το φύλο
και το μέγεθός του, αν και εποχιακά παρατη-
ρούνται μεγαλύτερες αγέλες, που αποτελούνται από αρσενικά και
θηλυκά άτομα διαφόρων μεγεθών.
Η δίαιτά του, όπως στους πλείστους καρχαρίες, είναι ποικίλη,
αλλά λόγω του μικρού του μεγέθους περιορίζεται,
κυρίως, σε μικρά οστέινα ψάρια, οστρακόδερμα, γαστρόποδα,
κεφαλόποδα και μέδουσες. Αν και είναι είδος
καρχαρία, δεν αποτελεί απειλή για τον άνθρωπο, αλλά λόγω των
αγκαθιών και της ευλυγισίας του μπορεί να
καταστεί επικίνδυνος, αν πιαστεί ζωντανός σε δίχτυα ή
αγκίστρια.
Η αναπαραγωγή του κοκκαλάρη λαμβάνει χώρα κατά το χειμώνα. Κατά
τη διάρκεια της κύησης, που διαρκεί
22 μήνες περίπου, το θηλυκό φέρει τα αυγά εντός του σώματός του.
Κάθε θηλυκό μπορεί να γεννήσει 1 έως 20
νεογνά (ωοζωοτοκία). Τα νεογέννητα είναι αυτοσυντηρούμενα και
πλήρως ανεξάρτητα από την πρώτη στιγμή
της ζωής τους και το μέγεθός τους κυμαίνεται από 18 μέχρι 30
εκατοστά. Κατά τη σεξουαλική ωριμότητα, τα
αρσενικά έχουν μήκος 60 έως 70 εκατοστά, ενώ τα θηλυκά 75 έως 90
εκατοστά.
Ο κοκκαλάρης αλιεύεται με τράτα βυθού, στατικά δίχτυα, παραγάδια
και καθετή.
Δεν θεωρείται απόρριψη, αλλά και των δύο αγκαθιών που φέρει
είναι εύγευστος και πολύ ωφέλιμος. είναι σχετικά μικρή.
λλά συχνά απορρίπτεται λόγω του μεγέθους
ά ρει στην πλάτη του. Παρόλα αυτά,
λιμος. Η εμπορική του αξία
Ο κοκκινόχαννος είναι μικρό βυθόβιο είδος, που προτιμά τα σκληρά
υποστρώματα σε βά-
θος από 30 μέχρι και 200 μέτρα. Παρατηρείται συχνά να ζει σε
μικρές ομάδες στην είσοδο
ή μέσα σε κοιλότητες βράχων.
Ο κοκκινόχαννος είναι μικρό είδος, του οποίου το μήκος σπάνια
ξεπερνά τα 15 εκατοστά
Είναι νυχτόβιο είδος και τρέφεται, ως επί το πλείστον, με μαλακόστρακα και μικρά ψάρια.
Ο κοκκινόχαννος είναι πρωτόγυνο ερμαφρόδιτο είδος. Σε ένα κοπάδι
όλα τα ψάρια είναι
θηλυκά εκτός από το μεγαλύτερο, που είναι αρσενικό. Όταν πεθάνει
το αρσενικό, τότε το
μεγαλύτερο από τα θηλυκά μετατρέπεται αυτόματα σε αρσενικό. Η
αναπαραγωγή του
λαμβάνει χώρα κατά την άνοιξη.
Ο κοκκινόχαννος δεν έχει εμπορική αξία, όμως, συχνά
συλλαμβάνεται ως παραλίευμα στα
στατικά δίχτυα των ψαράδων.
υποστρώματα σε βά-
θος από 30 μέχρι και 200 μέτρα. Παρατηρείται συχνά να ζει σε
μικρές ομάδες στην είσοδο
ή μέσα σε κοιλότητες βράχων.
Ο κοκκινόχαννος είναι μικρό είδος, του οποίου το μήκος σπάνια
ξεπερνά τα 15 εκατοστά
Είναι νυχτόβιο είδος και τρέφεται, ως επί το πλείστον, με μαλακόστρακα και μικρά ψάρια.
Ο κοκκινόχαννος είναι πρωτόγυνο ερμαφρόδιτο είδος. Σε ένα κοπάδι
όλα τα ψάρια είναι
θηλυκά εκτός από το μεγαλύτερο, που είναι αρσενικό. Όταν πεθάνει
το αρσενικό, τότε το
μεγαλύτερο από τα θηλυκά μετατρέπεται αυτόματα σε αρσενικό. Η
αναπαραγωγή του
λαμβάνει χώρα κατά την άνοιξη.
Ο κοκκινόχαννος δεν έχει εμπορική αξία, όμως, συχνά
συλλαμβάνεται ως παραλίευμα στα
στατικά δίχτυα των ψαράδων.
Ο κολαούζος ή βλάχος είναι βυθόβιο είδος, που απαντά, κυρίως, σε
λασπώδεις και αμμώδεις βυθούς, συνήθω
σε βάθος από 50 έως 500 μέτρα και κάποτε μέχρι και 1000 μέτρα. Μικρά ψάρια του είδους, τα οποία φέρουν
χαρακτηριστικά άσπρα στίγματα, παρατηρούνται συχνά να κολυμπούν
κοντά σε επιπλέοντα αντικείμενα.
Φτάνει τα 2 μέτρα σε μήκος και τα 100 κιλά σε βάρος, αν και το
συνηθισμένο μήκος του δεν ξεπερνά τα 70 εκα-
τοστά και το βάρος του τα 8 κιλά.
Τρέφεται με ψάρια, κεφαλόποδα (χταπόδια, σουπιές, καλαμάρια) και
οστρακόδερμα (καβούρια, γαρίδες κ.λπ.).
Η αναπαραγωγή του κολαούζου λαμβάνει χώρα κατά τους
καλοκαιρινούς μήνες.
Αλιεύεται με χοντρά παραγάδια και βαθιές καθετές και το κρέας
του θεωρείται πολύ καλής ποιότητας.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό
μήκος) αλιείας του κολαούζου στη Μεσόγειο τα
45 εκατοστά.
λασπώδεις και αμμώδεις βυθούς, συνήθω
σε βάθος από 50 έως 500 μέτρα και κάποτε μέχρι και 1000 μέτρα. Μικρά ψάρια του είδους, τα οποία φέρουν
χαρακτηριστικά άσπρα στίγματα, παρατηρούνται συχνά να κολυμπούν
κοντά σε επιπλέοντα αντικείμενα.
Φτάνει τα 2 μέτρα σε μήκος και τα 100 κιλά σε βάρος, αν και το
συνηθισμένο μήκος του δεν ξεπερνά τα 70 εκα-
τοστά και το βάρος του τα 8 κιλά.
Τρέφεται με ψάρια, κεφαλόποδα (χταπόδια, σουπιές, καλαμάρια) και
οστρακόδερμα (καβούρια, γαρίδες κ.λπ.).
Η αναπαραγωγή του κολαούζου λαμβάνει χώρα κατά τους
καλοκαιρινούς μήνες.
Αλιεύεται με χοντρά παραγάδια και βαθιές καθετές και το κρέας
του θεωρείται πολύ καλής ποιότητας.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό
μήκος) αλιείας του κολαούζου στη Μεσόγειο τα
45 εκατοστά.
Ο κολιός είναι ένα από τα πιο κοινά μικρά πελαγικά είδη, που
κατακλύζουν τις ακτές μας τους καλοκαιρινούς
μήνες, σε βάθος μέχρι και 300 μέτρα. Μοιάζει πολύ στην εμφάνιση
με το σκουμπρί, με τη διαφορά ότι φέρει
σκούρες γραμμές ή στίγματα στην κοιλιακή περιοχή. Επίσης,
διαφέρει από το σκουμπρί στο ότι διαθέτει νηκτική
κύστη, που το σκουμπρί δεν διαθέτει.
Ο κολιός, όπως και το σκουμπρί, μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 50
εκατοστά, αν και σπάνια ξεπερνά τα 30 εκα-
τοστά.
Είναι μεταναστευτικό είδος, το οποίο σχηματίζει πολυπληθή
κοπάδια από ισομεγέθη ψάρια.
Τρέφεται με μικρότερα είδη πελαγικών ψαριών, καθώς και πελαγικά
ασπόνδυλα.
Αναπαράγεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, κυρίως τον
Αύγουστο.
Ο κολιός αλιεύεται, κυρίως, με στατικά δίχτυα και τράτες βυθού,
καθώς και με ψιλές συρτές, καθετές και τσαπαρί.
Αν και το κρέας του είναι σχετικά καλής ποιότητας και πολύ
ωφέλιμο, δεν έχει μεγάλη εμπορική αξία.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό
μήκος) αλιείας του κολιού στη Μεσόγειο τα 18
εκατοστά.
κατακλύζουν τις ακτές μας τους καλοκαιρινούς
μήνες, σε βάθος μέχρι και 300 μέτρα. Μοιάζει πολύ στην εμφάνιση
με το σκουμπρί, με τη διαφορά ότι φέρει
σκούρες γραμμές ή στίγματα στην κοιλιακή περιοχή. Επίσης,
διαφέρει από το σκουμπρί στο ότι διαθέτει νηκτική
κύστη, που το σκουμπρί δεν διαθέτει.
Ο κολιός, όπως και το σκουμπρί, μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 50
εκατοστά, αν και σπάνια ξεπερνά τα 30 εκα-
τοστά.
Είναι μεταναστευτικό είδος, το οποίο σχηματίζει πολυπληθή
κοπάδια από ισομεγέθη ψάρια.
Τρέφεται με μικρότερα είδη πελαγικών ψαριών, καθώς και πελαγικά
ασπόνδυλα.
Αναπαράγεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, κυρίως τον
Αύγουστο.
Ο κολιός αλιεύεται, κυρίως, με στατικά δίχτυα και τράτες βυθού,
καθώς και με ψιλές συρτές, καθετές και τσαπαρί.
Αν και το κρέας του είναι σχετικά καλής ποιότητας και πολύ
ωφέλιμο, δεν έχει μεγάλη εμπορική αξία.
Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ορίζουν ως ελάχιστο μέγεθος (ολικό
μήκος) αλιείας του κολιού στη Μεσόγειο τα 18
εκατοστά.
Η κορδέλα απαντά σχετικά συχνά στα νερά της Κύπρου. Είναι
βενθικό ψάρι και ζει σε αμμολασπώδη υποστρώ-
ματα σε βάθος από 15 έως 100 μέτρα. Σχηματίζει μικρά κοπάδια από
ψάρια του ίδιου είδους ή ζει μοναχικά σε
βαθιές τρύπες, κάποτε, όμως, μπορεί και να την συναντήσουμε στα
μεσόνερα. Το μήκος της συνήθως κυμαίνεται
από 20 μέχρι 35 εκατοστά, αν Τρέφεται με οστρακόδερμα και Η
αναπαραγωγική περίοδος του μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου.
Η κορδέλα αλιεύεται, κυρίως, με τα στατικά δίχτυα. Δεν έχει και
απορρίπτεται.
Κορδέλα
ν και μπορεί να φτάσει και τα 70 εκατοστά.
αι μικρά ασπόνδυλα.
ου είδους στην περιοχή μας κυμαίνεται
ου.
με τις τράτες βυθού και κάποτε
εμπορική αξία, γι΄ αυτό
βενθικό ψάρι και ζει σε αμμολασπώδη υποστρώ-
ματα σε βάθος από 15 έως 100 μέτρα. Σχηματίζει μικρά κοπάδια από
ψάρια του ίδιου είδους ή ζει μοναχικά σε
βαθιές τρύπες, κάποτε, όμως, μπορεί και να την συναντήσουμε στα
μεσόνερα. Το μήκος της συνήθως κυμαίνεται
από 20 μέχρι 35 εκατοστά, αν Τρέφεται με οστρακόδερμα και Η
αναπαραγωγική περίοδος του μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου.
Η κορδέλα αλιεύεται, κυρίως, με τα στατικά δίχτυα. Δεν έχει και
απορρίπτεται.
Κορδέλα
ν και μπορεί να φτάσει και τα 70 εκατοστά.
αι μικρά ασπόνδυλα.
ου είδους στην περιοχή μας κυμαίνεται
ου.
με τις τράτες βυθού και κάποτε
εμπορική αξία, γι΄ αυτό
Η άσπρη κουρκούνα ή άσπρη προσφυγούλα, όπως είναι γνωστή στην
Κύπρο, είναι ψάρι που τα τελευταία χρό-
νια απαντά συχνά στα παράλια της χώρας μας. Είναι βενθικό είδος
και το βρίσκουμε, κυρίως, σε περιοχές με
λιβάδια του θαλάσσιου φανερόγαμου ποσειδώνια (Posidonia
oceanica). Είναι, επίσης, πιθανόν να συναντηθεί σε
βραχώδεις βυθούς, όχι πολύ μακριά από την ακτή, βάθους μεταξύ 1
και 60 μέτρων, όμως συνήθως δεν ξεπερνά
τα 30 μέτρα βάθος. Το μήκος της κουρκούνας μπορεί να ξεπεράσει
τα 40 εκατοστά, αλλά σπάνια υπερβαίνει τα
25 εκατοστά.
Το εν λόγω ψάρι δεν είναι ενδημικό, αλλά πρόκειται για
λεσσεψιανό μετανάστη, που πρωτοεμφανίστηκε στα
νερά της Κύπρου γύρω στο 1869, μετά το άνοιγμα της διώρυγας του
Σουέζ, που ενώνει την Ερυθρά με τη Μεσό-
γειο Θάλασσα. Στην αρχή τα ψάρια αυτά αλιεύονταν σποραδικά και δεν ήταν γνωστά στο ευρύ κοινό του νησιού.
Τα τελευταία χρόνια, με την άνοδο της θερμοκρασίας, το ψάρι έχει
πλέον εδραιωθεί και αφθονεί στα κυπριακά
παράλια. Χαρακτηρίζεται από τα πολύ λεπτά, αιχμηρά και
δηλητηριώδη αγκάθια κατά μήκος του ενιαίου ραχιαί-
ου πτερυγίου. Είναι αποκλειστικά φυτοφάγο είδος, αφού τρέφεται
με φύκια και άλγη. H κουρκούνα είναι μετανα-
στευτικό είδος και συχνά σχηματίζει πολυπληθή κοπάδια, που
μπορεί να ξεπεράσουν σε αριθμό τα 100 άτομα.
Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους αρχίζει το Μάιο και
ολοκληρώνεται περί τα τέλη Αυγούστου. Ωριμάζει
σεξουαλικά σε ηλικία περίπου 2 ετών, όταν το μήκος της είναι
γύρω στα 14 εκατοστά.
Αλιεύεται με καλάμι, στατικά δίχτυα, γυροβολιά, σκαρκές και
ψαροντούφεκο. Έχει αρκετά μεγάλη εμπορική
αξία, η οποία είναι ανάλογη με το μέγεθος του ψαριού. Θεωρείται
εκλεκτό έδεσμα, κυρίως για τους κατοίκους
των
ανατολικών περιοχών της Κύπρου.
Κύπρο, είναι ψάρι που τα τελευταία χρό-
νια απαντά συχνά στα παράλια της χώρας μας. Είναι βενθικό είδος
και το βρίσκουμε, κυρίως, σε περιοχές με
λιβάδια του θαλάσσιου φανερόγαμου ποσειδώνια (Posidonia
oceanica). Είναι, επίσης, πιθανόν να συναντηθεί σε
βραχώδεις βυθούς, όχι πολύ μακριά από την ακτή, βάθους μεταξύ 1
και 60 μέτρων, όμως συνήθως δεν ξεπερνά
τα 30 μέτρα βάθος. Το μήκος της κουρκούνας μπορεί να ξεπεράσει
τα 40 εκατοστά, αλλά σπάνια υπερβαίνει τα
25 εκατοστά.
Το εν λόγω ψάρι δεν είναι ενδημικό, αλλά πρόκειται για
λεσσεψιανό μετανάστη, που πρωτοεμφανίστηκε στα
νερά της Κύπρου γύρω στο 1869, μετά το άνοιγμα της διώρυγας του
Σουέζ, που ενώνει την Ερυθρά με τη Μεσό-
γειο Θάλασσα. Στην αρχή τα ψάρια αυτά αλιεύονταν σποραδικά και δεν ήταν γνωστά στο ευρύ κοινό του νησιού.
Τα τελευταία χρόνια, με την άνοδο της θερμοκρασίας, το ψάρι έχει
πλέον εδραιωθεί και αφθονεί στα κυπριακά
παράλια. Χαρακτηρίζεται από τα πολύ λεπτά, αιχμηρά και
δηλητηριώδη αγκάθια κατά μήκος του ενιαίου ραχιαί-
ου πτερυγίου. Είναι αποκλειστικά φυτοφάγο είδος, αφού τρέφεται
με φύκια και άλγη. H κουρκούνα είναι μετανα-
στευτικό είδος και συχνά σχηματίζει πολυπληθή κοπάδια, που
μπορεί να ξεπεράσουν σε αριθμό τα 100 άτομα.
Η αναπαραγωγική περίοδος του είδους αρχίζει το Μάιο και
ολοκληρώνεται περί τα τέλη Αυγούστου. Ωριμάζει
σεξουαλικά σε ηλικία περίπου 2 ετών, όταν το μήκος της είναι
γύρω στα 14 εκατοστά.
Αλιεύεται με καλάμι, στατικά δίχτυα, γυροβολιά, σκαρκές και
ψαροντούφεκο. Έχει αρκετά μεγάλη εμπορική
αξία, η οποία είναι ανάλογη με το μέγεθος του ψαριού. Θεωρείται
εκλεκτό έδεσμα, κυρίως για τους κατοίκους
των
ανατολικών περιοχών της Κύπρου.